Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της Ιστορίας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*

Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ 


Άμος Οζ, Ιούδας, μτφ. Μάγκυ Κοέν, 
σελ. 361, Καστανιώτης 2016

-Ο Αμος Οζ (1939- )ανατέμνει τις συνθήκες ίδρυσης  του κράτους του Ισραήλ, τους εναλλακτικούς δρόμους που θα μπορούσε να έχει πάρει η Ιστορία και κυρίως την έννοια της προδοσίας-



Ο Σμούελ Ας ενηλικιώνεται περίπου παράλληλα με το Ισραήλ. Το 1948, όταν μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο ιδρυόταν το νέο κράτος και το πρώτο κύμα Παλαιστινίων εγκατέλειπε πανικόβλητο τη χώρα, ήταν 13 χρονών: αρκετά μικρός για επιστράτευση αλλά και αρκετά μεγάλος για να θυμάται το τέλος της Βρετανικής Εντολής, την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης  του ΟΗΕ που πρόκρινε την ίδρυση δύο κρατών στην Παλαιστίνη, την πολιτική κυριαρχία της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του εβραϊσμού υπό τον Νταβίντ Μπεν- Γκουριόν,  την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τα  στρατεύματα της τότε Υπεριορδανίας. Το 1959, στα 24 του πλέον, είναι φοιτητής θρησκειολογίας και ιστορίας, ένας νεαρός αφηρημένος, ευσυγκίνητος, φιλάσθενος και εσωστρεφής, εγκαταλειμμένος από την καλή του που αποφασίζει να παντρευτεί έναν  πρακτικό και γενναιόδωρο άνθρωπο. Με την τοπογραφική εταιρεία του πατέρα του να έχει κηρύξει πτώχευση, χωρίς οικονομική και συναισθηματική στήριξη, ο Σμούελ εγκαταλείπει σπουδές, σπίτι  και την σοσιαλιστική γκρούπα στην οποία δραστηριοποιείτο, για να βρει τελικά μια παράξενη δουλειά που ελπίζει να του προσφέρει ηρεμία και απομόνωση. Του παραχωρείται τροφή και στέγη σε ένα παλιό κτίσμα της Ιερουσαλήμ με μοναδικό αντίτιμο την παροχή συντροφιάς και ευήκοων ώτων σε ένα γέροντα ανάπηρο, τον Γκέρσομ Βαλντ, που έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο του ’48. Στο ίδιο σπίτι ζει και η χήρα του αδικοχαμένου γιου, μια μυστηριώδης, γοητευτική σαρανταπεντάρα, η Ατάλια Αμπραβανέλ, φαινομενικά αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια, που παίζει ωστόσο τους άντρες στα δάχτυλα και τους χρησιμοποιεί αραιά και πού ως όργανα ηδονής, για να τους αφήσει αμέσως μετά.
     Όπως είναι φυσικό ο Σμούελ την ερωτεύεται περιπαθώς. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια  πάει περίπατο. Παράλληλα επιδίδεται σε παθιασμένες συζητήσεις με τον γέροντα Βαλντ που έχουν στο επίκεντρό τους το νεότευκτο κράτος, την απειλή των Αράβων, την δυνατότητα ή μη συνεννόησης μεταξύ  δύο λαών που διεκδικούν την ίδια ιστορική λωρίδα γης, το σιωνιστικό κίνημα και την γέννηση μιας νέας φυλής Εβραίων αποφασισμένων να απεκδυθούν τον προγενέστερο παθητικό ρόλο τους για να μεταμορφωθούν σε πολεμιστές, αγρότες και εποίκους. Ο Σμούελ ανακαλύπτει μέσω των συζητήσεων αυτών αλλά και προσωπικών ερευνών την ταυτότητα του πατέρα της Ατάλια, μιας επιφανούς προσωπικότητας και συντρόφου του Μπεν- Γκουριόν, ο οποίος πίστευε ολόψυχα στην ειρηνική επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και την συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων για να θεωρηθεί προδότης, να διωχθεί από το κυβερνών κόμμα, να δαχτυλοδειχτεί ως  φιλοάραβας και να τελειώσει τις μέρες του σε απόλυτη παραίτηση και καταισχύνη μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του.
     Η έννοια της προδοσίας εμφυτεύεται στο μυαλό του Σμούελ και έρχεται να κουμπώσει με την παρατημένη εργασία του στο πανεπιστήμιο, η  οποία αφορούσε τον τρόπο που οι Εβραίοι είδαν διά μέσου της ιστορίας την μορφή του Ιούδα – του αρχετυπικού προδότη στο χριστιανικό και συνεπώς το παγκόσμιο φαντασιακό. Σκύβει στις γραφές και σταδιακά συγκροτεί την μορφή ενός Ιούδα καλλιεργημένου και εύπορου, δοσμένου ολόψυχα στον αγώνα του Ιησού για αγάπη, φιλευσπλαχνία και κατανόηση, ενός  ανθρώπου που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ναζωραίου και τον έπεισε σταδιακά ότι είναι ο Μεσσίας, ο εντεταλμένος για την σωτηρία του κόσμου, αυτός που οφείλει να θυσιαστεί και ύστερα να αναστηθεί για να πείσει με το θαύμα του τους Γραμματείς περί της θεότητάς του και να φέρει την Βασιλεία των Ουρανών επί της γης. Ο Ιούδας είναι κατά τον Σμούελ ο πρώτος Χριστιανός, ενώ οι υπόλοιποι απόστολοι, φτωχοί ψαράδες και αγρότες, με άκρατες ωστόσο φιλοδοξίες, θα διαδώσουν μόνο αργότερα το μήνυμα. Και είναι αυτός που θα κρεμαστεί μετά την σταύρωση του κυρίου του όχι από τύψεις για την υποτιθέμενη προδοσία (τι να τα κάνει τα τριάντα αργύρια ένας πλούσιος κτηματίας σαν και λόγου του;) αλλά γιατί κατανοεί ότι οδήγησε στον σταυρό έναν άνθρωπο, όχι έναν Θεό.
    Πώς κατασκευάζεται ένας προδότης και γιατί;  Είναι απαραίτητοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για να συγκροτηθούν τα έθνη;  Είναι αδύνατη η αγάπη,  η δικαιοσύνη και η επί γης ειρήνη; Και γιατί οι Εβραίοι απαρνήθηκαν έναν δικό τους άνθρωπο (τον Ιησού) και τον χάρισαν στους αποστόλους της νεαρής τότε θρησκείας επιτρέποντάς τους να τον ενδύσουν μετά θάνατον με θεϊκές ιδιότητες; Τέτοια ερωτήματα διατυπώνει ο Οζ διά μέσου του κεντρικού  ήρωα  και των συγκατοίκων του στο παράξενο αυτό σπίτι. Ο γέροντας Βαλντ και η γοητευτική απόμακρη Ατάλια (μαζί τους, κατά τον συγγραφέα,  και σύσσωμος ο λαός  του νεότευκτου Ισραήλ) ελάχιστα πιστεύουν στην επί γης ειρήνη και γι αυτό ο πατέρας της, όπως παλιότερα και ο Ιησούς, εξοβελίστηκαν. Το γεγονός όμως ότι ολόκληρος ο εβραϊκός λαός ταυτίσθηκε ιστορικά με την μορφή ενός υποτιθέμενου προδότη, του Ιούδα, και ότι διά μέσου της ιστορίας υπέστη όσα αυτή η ταύτιση σενεπέφερε με την μορφή των πογκρόμ και του ολοκαυτώματος, παραμένει ένα ερώτημα που δεν απαντιέται επαρκώς, καθώς άλλοι θα διατείνονταν ότι οι διώξεις δεν ήταν μόνο θρησκευτικού χαρακτήρα αλλά συχνά και πολιτικού, ταξικού, πολιτισμικού κλπ.
    
    Εντέλει η μελαγχολική πραγματίστρια Ατάλια θα ελεήσει τον νεαρό Σμούελ με την πρόσκαιρη εύνοιά της. Ελεγχόμενη τρυφερότητα και μερικές ερωτικές βραδιές θα τονώσουν τον ψυχισμό του Σμούελ έτσι ώστε όταν  πάρει το δισάκι του για τον επόμενο σταθμό της ζωής του, θα νοιώσει πλουσιότερος σε εμπειρίες και ωριμότερος. Ενώ έρχεται επιτέλους  η άνοιξη μετά τον μακρύ χειμώνα της Ιερουσαλήμ, εκείνος διασχίζει το Ισραήλ προς ένα νεότευκτο οικισμό κάπου στο μέσον της ερήμου όπου ελπίζει να βρει δουλειά.  Ελπίζει να βρει και τον έρωτα στη γυναικεία μορφή που ξεπροβάλλει από ένα παράθυρο αλλά μένει εκκρεμής καταμεσής του δρόμου όταν τα πατζούρια κλείνουν αδιάφορα. Τα ερωτήματα της ιστορίας και της ζωής δεν έχουν απαντηθεί. Και ο Οζ μας αφήνει με ένα αίσθημα ιστορικής αδικίας την οποία μετριάζει μόνον μια  ατάκα της Ατάλιας όταν αναφέρεται στον ξεχασμένο «προδότη» πατέρα της: κάποιοι θα τον ανασύρουν κάποτε από τη λήθη, κάποιοι θα αποκαταστήσουν την υστεροφημία του. Όπως δηλαδή κάνει και ο Οζ για λογαριασμό του Ιούδα.

    Απλός και αρκούντως αναλυτικός στη γραφή του, ο Αμος Οζ είναι ένας προνομιούχος συγγραφέας. Είναι τόσο πλούσιο το υλικό που προσφέρει το σύγχρονο Ισραήλ αλλά και τόσο πολλές οι δυνατότητες εμβύθισης στην Ιστορία που προσφέρει η «Γη της Επαγγελίας» ώστε συγγραφείς όπως ο ίδιος, ο Άαρον Άππελφελντ, ο Νταβίντ Γκρόσμαν, ο Αβράαμ Γεοσούα και άλλοι να μην χρειάζεται να κατασκευάσουν και πολύ μυθοπλαστικό υλικό για να εγείρουν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Η μοίρα των Εβραίων, η διερώτηση για τη μοίρα τους, οι ιδεολογικές συγκρούσεις που ταυτίζονται με τις ποικίλες εκδοχές του σιωνισμού επανέρχονται διαρκώς στο έργο του. Ίσως και ο ίδιος να νοιώθει τρόπον τινά προδότης στην ίδια του τη χώρα καθώς ως «εθνικός συγγραφέας» εμφανώς υποδύεται τον ρόλο του διαμεσολαβητή και αυτού που θα εγκαταστήσει γέφυρες συνεννόησης.   Κάτω βέβαια από αυτό το δυσβάστακτο ιδεολογικό φορτίο, σε μια ιστορική περιοχή που έχει χαράξει πολλές από τις μείζονες διαχωριστικές γραμμές στον σύγχρονο κόσμο, το μυθοπλαστκό υλικό απειλείται με απίσχνανση. Κατά κανόνα ωστόσο ο Οζ αποφεύγει αυτό τον σκόπελο, παραλληλίζοντας την ιστορία των ηρώων του με αρχετυπικά βιβλικά πρόσωπα και ακόμη δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τοπιογραφία της περιοχής. Εδώ λ.χ. η ατμόσφαιρα της χειμωνιάτικης Ιερουσαλήμ δίνεται με μουντά μελαγχολικά χρώματα, οι ποικίλες σιωπές περιγράφονται με έμπνευση, τα αδέσποτα ζώα παρακολουθούν τον εξίσου αδέσποτο ήρωα και οι έξωθεν απειλές των αράβων ελεύθερων σκοπευτών λειτουργούν ως αντήχηση για την εσωτερική περιπέτεια και τον βασανιστικό έρωτα του νεαρού Σμούελ. Ακόμη ο Οζ χρησιμοποιεί τελετουργικά την επανάληψη των ίδιων απλών καθημερινών μοτίβων (άλειμμα χοντρών φετών ψωμιού, λιμοτονούσες γάτες, η μαγκωμένη αυλόπορτα, το παρατημένο πηγάδι κλπ.) για να δώσει ένα σχεδόν ιερατικό τόνο στην αφήγηση. Εδώ αποτυγχάνει. Η επανάληψη κυριαρχεί επί της τελετουργίας και απλώς κουράζει τον αναγνώστη, όπως άλλωστε και η επαναλαμβανόμενη  κυκλική εντρύφηση στα θεολογικά μοτίβα. Η συγγραφική του συνέπεια κινδυνεύει να μετατραπεί σε εμμονή.




    Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου