Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Η ουσία των ορατών πραγμάτων

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*

Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ 


Τζων Μπάνβιλ, Η μπλε κιθάρα, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, 
σελ. 317, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2016

-Ένας αποσυρμένος ζωγράφος, ανασυστήνει την μνήμη και επανεπισκέπτεται την πραγματικότητα, ενώ προκαλεί άφθονο πόνο μέσω ενός όψιμου έρωτα. Ο κάτοχος του Μπούκερ Τζων Μπάνβιλ επανέρχεται στην οικεία του θεματική-



Ο ήρωας και άλτερ έγκο του Τζων Μπάνβιλ επανέρχεται για άλλη μια φορά στα πατρώα εδάφη, όπως ακριβώς στη Θάλασσα, το Αρχαίο Φως, την Έκλειψη, ίσως και αλλού - αρχίζω να τα μπερδεύω τώρα πια. Αλλά βέβαια, μόλις συνειδητοποιώ ότι  αυτό ακριβώς επιδιώκει ο σημαντικός αυτός σύγχρονος Ιρλανδός: να μας μπερδέψει ως προς το ποιος είναι ποιος και από ποιο βιβλίο, σε ποια μικρή πόλη επέστρεψε ο ήρωας και πάντα πρωτοπρόσωπος αφηγητής του, τι ακριβώς ασήμαντο έχει διαπράξει που ωστόσο του χάραξε τη ζωή, με τι τρόπους επιλέγει να ξοφλήσει με τις ενοχές, τα μυστήρια της μνήμης, τις πληγές της ενηλικίωσης και ενγένει το παρελθόν. Η λογοτεχνία του Μπάνβιλ είναι ένα απόλυτο συνεχές – ένα ώριμο οικοσύστημα. Ήρωες επανεμφανίζονται εδώ κι εκεί, η ίδια πάντα φύση ζωγραφίζεται και ξαναζωγραφίζεται στην απειρία των παραλλαγών της, η πραγματικότητα φωτίζεται από ποικίλες οπτικές γωνίες, η μνήμη αποκαλύπτει αλλά και αυτοαναιρείται. Αυτό που τον ενδιαφέρει, και που γίνεται ξεκάθαρο εδώ με αφορμή τον ζωγράφο /πρωταγωνιστή του βιβλίου, είναι ότι αγωνίζεται για την ουσία κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Και ότι, μιας και η ουσία αυτή δεν είναι πάντα εύκολο να αποκαλυφθεί, (με όπλο τουλάχιστον τον χρωστήρα)  η μόνη λύση είναι η αναζήτηση «της γενεσιουργού δίνης των σχέσεων των πραγμάτων μεταξύ τους». Διότι κανένα αντικείμενο, μας λέει  ο αφηγητής,  δεν υπάρχει καθεαυτό παρά μόνο σε σχέση με τα άλλα πράγματα γύρω του – όπως προ πολλού μας δίδαξε, θα  πρόσθετα εγώ,  και η επιστημονική οικολογία. Ακόμη και μια πέτρα δεν είναι απλώς μια πέτρα, μας  λέει εμπιστευτικά: «Δοκίμασε να την κλωτσήσεις και θα δεις τι εννοώ».  Κι αν η αποκάλυψη αυτών των σχέσεων είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, τότε το μόνο ενδιαφέρον που μπορεί να κάνει ο καλλιτέχνης είναι να επαναζωγραφίζει τις επιφάνειες αποδίδοντάς τους ένα αυτόνομο φορτίο. Ή να τα παρατήσει.

     Στα προηγούμενα βιβλία του Μπάνβιλ οι κεντρικοί ήρωες ήταν πάντα «βαριά χαρτιά». Πολιτικοί, κριτικοί τέχνης, ηθοποιοί, άνθρωποι των γραμμάτων. Έτσι κι εδώ. Ο ήρωάς του, Όλιβερ Ορμ, είναι ένας παραιτημένος από την τέχνη του, πρώην επιτυχημένος ζωγράφος, με κυβιστικές (συνάγουμε) κατευθύνσεις ως προς την εμμονική απεικόνιση ζώντων και άψυχων αντικειμένων υπό ποικίλες οπτικές γωνίες και με διαρκώς ανανεούμενες φωτοσκιάσεις. Προ τετραετίας περίπου ο Ορμ τα παράτησε όλα καθώς ένα ωραίο πρωί ανακάλυψε ότι η αναζήτηση της ουσίας στην τέχνη είναι ένα αδιέξοδο παιγνίδι.  Επέστρεψε με την σύζυγό του, την γοητευτική, ολίγον απόμακρη και κομψά αφηρημένη Γκλόρια  στην πατρώα μικρή πόλη, όχι σε αναζήτηση μιας νέας αρχής αλλά ως απόλυτη εγκατάλειψη του παρελθόντος του και στροφή σε μια συστηματική παρακολούθηση των γύρω του πραγμάτων. Και πράγματι,  περιγράφοντας ο Ορμ την επιφάνεια των γύρω του αντικειμένων και έμβιων όντων, αποδεικνύει ότι ο γεννήτοράς του Τζων Μπάνβιλ είναι αξεπέραστος σ’ αυτή την τεχνική, αν και οι επαναλήψεις των προγενέστερων ευρημάτων του (χρωμάτων, μεταφορών, παρομοιώσεων) είναι εμφανείς.

    Και πια είναι η πλοκή; θα ρωτήσει κανείς. Μα στοιχειώδης, αν και αυτό δεν ήταν ποτέ το θέμα με τον Μπάνβιλ. Στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο Ορμ θα ερωτευθεί την Πόλυ, γυναίκα του ωρολογοποιού φίλου του Μάρκους, κι αυτή εκείνον. Ο Μάρκους θα παρατηρήσει αργότερα την αλλαγή στην συμπεριφορά της και πραγματικό ράκος θα καταφύγει στο εργαστήρι του Ορμ. Πανικόβλητος ο αφηγητής θα απεκδυθεί των ευθυνών του και θα καταφύγει στην άλλη πλευρά του κόλπου. Θα ανακαλυφθεί από όλους, θα την ξανακοπανήσει καθώς έχει ήδη αποκαθηλώσει την εικόνα της ερωμένης του, και εντέλει θα επιστρέψει στην συζυγική εστία, όπου θα μάθουμε περί το τέλος ότι η σύζυγός του κυοφορεί (για να κλείσει ο κύκλος) το παιδί του Μάρκους. Και ο τελευταίος; Μα έχει πεθάνει, μάλλον σε ατύχημα, πέφτοντας από μια γέφυρα στις εκβολές του ποταμού.

    Και όμως και όμως...Το σημαντικό στον Μπάνβιλ είναι η ίδια η επεξεργασία της γλώσσας και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συνεργάζεται με την μνήμη. Ο αφηγητής, μη όντας  πια ζωγράφος, ανακαλύπτει εδώ την δύναμη των λέξεων. Από αυτή την άποψη, η επιλογή του συγκεκριμένου επαγγέλματος για τον ήρωά του είναι ίσως η πιο πετυχημένη από όλα τα βιβλία του Μπάνβιλ. Όποιος τον έχει ήδη διαβάσει καταλαβαίνει τι εννοώ. Όποιος όχι ακόμη, θα συνειδητοποιήσει εξ αρχής ότι πρόκειται ίσως για τον συγγραφέα τον κοντινότερο στην τέχνη της ζωγραφικής από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονό μας. Δεν εννοώ εδώ απλώς την αναπαραστατική του δύναμη, αλλά την έμφαση στα αντιληπτά από τις αισθήσεις  στοιχεία του κόσμου μας, και κυρίως στην σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να είχε επινοήσει ζωγράφο αφηγητή νωρίτερα στο έργο του, γιατί έτσι θα φωτίζονταν  πιο ξεκάθαρα οι προγραμματικές αρχές του.  Και επιπλέον, πολλές από τις ενίοτε υπερβολικά εκτεταμένες   νοητικές παρεκβάσεις και τοπιογραφικές αποτυπώσεις του δεν θα γίνονταν κουραστικές και αποπροσανατολιστικές όπως οι πολέμιοί του τού έχουν καταλογίσει. Ούτε το ύφος του θα γινόταν –όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί- τόσο έντεχνα πομπώδες.

    Σ’ ότι αφορά τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ας τονίσουμε ότι πρόκειται για έναν όχι και τόσο ελκυστικό χαρακτήρα. Αυτοπεριγράφεται ως δειλός, ανεύθυνος, χοντρός, ελάχιστα γοητευτικός, εγωπαθής και νάρκισσος. Επικεντρώνεται στον κόσμο γύρω του φιλοσοφώντας και αναλύοντας ακατάπαυστα το έξω και το μέσα του και ανακαλύπτοντας πόσο αγεφύρωτα είναι αυτά τα δύο. Παρατήρηση και αυτοψυχανάλυση καταλήγουν σε καθαρό εγωισμό (ακόμη και η προγενέστερη απώλεια της κόρης του ελάχιστα ίχνη τού έχει αφήσει, ακόμη και τα δράματα της ερωμένης και της γυναίκας του τα αντιμετωπίζει παίρνοντας σαφείς αποστάσεις). Επιπλέον ο Ορμ είναι κλεφτρόνι. Αρπάζει αντικείμενα (μια αλατιέρα, ένα αγαλματίδιο, ένα βιβλίο)  για να δώσει, λέει,  την ευκαιρία στα αντικείμενα να ζήσουν μια άλλη ζωή, σε ένα νέο περίγυρο. Κάπως έτσι έβλεπε στο παρελθόν και την σχέση του με την πραγματικότητα που ζωγράφιζε: ως κλοπή και μεταποίηση της ουσίας του αντικειμενικού έξω κόσμου. Κι αν τύχει και αντιπαθήσουμε τον ήρωα, είναι βέβαιο ότι η ευφυής αυτή μεταφορά (της κλοπής) φωτίζει τον τρόπο που ο Μπάνβιλ βλέπει την τέχνη της γραφής: ως υφαρπαγή, οικειοποίηση, μετασχηματισμό του περιβάλλοντος χώρου - φυσικού και ανθρωπογενούς. Η πρώτη ύλη που αφειδώς προσφέρεται εκεί έξω ανασυγκροτεί εντός μας το Όλον  προκειμένου να μας προσφέρει την λύτρωση.

    Ας είναι. Προσωπικά χρωστάω πολλά στον Τζων Μπάνβιλ. Συνεχίζει να με αιφνιδιάζει με την ευρηματικότητα και την φρεσκάδα της ματιάς του, την συστηματική εκσκαφή των ερειπίων της ζωής και την αποκάλυψη των ανταμοιβών του φυσικού τοπίου. Γι αυτό του συγχωρώ τις επαναλήψεις, την θεματική του μονομέρεια, την συστηματική παρεμπόδιση της ροής της αφήγησης, την κόπωση που εμφανίζει ο ίδιος  εδώ και που δεν διστάζει να μοιραστεί με τον αναγνώστη. Σε τελευταία ανάλυση, στον Μπάνβιλ, και εν πολλοίς στην μεγάλη Ιρλανδική παράδοση, σημασία έχει η μουσική της γλώσσας. Αν καθοδόν νιώσετε κι εσείς κάποια κόπωση, να ξέρετε ότι όλο το βιβλίο δουλεύει για την εγκατάλειψη στις  τελευταίες σελίδες.
   Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη μεταφράστρια του συνόλου του έργου του Μπάνβιλ, Τόνια Κοβαλένκο, που μας πλοηγεί κι εδώ με ασφάλεια στις  περίπλοκες πραγματικότητές του.

   
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου