Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η Μυθολογία του Αντιαμερικανισμού


γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Βασίλης Βασιλικός, Η Μυθολογία της Αμερικής,
Επίμετρο - Επιμέλεια Θανάσης Αγάθος,
σελ. 220, Εκδ. Γκοβόστη 2012

      Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το ταξιδιωτικό αυτό χρονικό του Βασίλη Βασιλικού πρωτοεκδόθηκε από την ΕΣΤΙΑ το 1964 και δέχθηκε πληθώρα, θετικών ως επί το πλείστον κριτικών από συγγραφείς και λογίους της εποχής όπως ο Βάσος Βαρίκας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Πέτρος Χάρης και ο Απόστολος Σαχίνης. Μισό αιώνα μετά, η λειτουργικότητά του έχει προφανώς μετατοπισθεί. Τότε, ο νεαρός ταλαντούχος συγγραφέας έδινε ένα δείγμα γραφής για το τι θα επακολουθούσε, με μια φρέσκια ματιά στα πράγματα και οξυμμένη αισθαντικότητα που προδιέθετε για την πληθωρικότητα του μετέπειτα έργου του.  Σήμερα, με την Αμερική και τον κόσμο ολόκληρο ριζικά αλλαγμένους, με την Ελλάδα να έχει κατακτήσει –με βαρύ κοινωνικό κόστος- το επίπεδο υλικής ευημερίας που άφηνε  τότε έκθαμβο τον Βασιλικό, η αξία του έργου έγκειται μάλλον στη συμβολή του στην ιστορία των ιδεών. Με άλλα λόγια, το βιβλίο προσφέρει άφθονες αφορμές για να αναστοχασθεί κανείς τις σχέσεις της Ελλάδας με την εκείθεν του Ατλαντικού Υπερδύναμη, την γέννηση του αντιαμερικανισμού σε μια εποχή όπου το Σχέδιο Μάρσαλ έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην ανόρθωση της χώρας, την αμφισβήτηση της τεχνολογικής προόδου, την αφομοιωτική ικανότητα της Αμερικής και άλλα πολλά. Κυρίως όμως σε κάνει να αναρωτηθείς σε τι συνίσταται  αυτό το είδος εθνικής νοσταλγίας που κάνει ακόμη και έναν ικανότατο γραφιά όπως ο Βασιλικός να ρίχνει συνεχώς ματιές στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καβάλα, ενώ βρίσκεται στην Καλιφόρνια ή στο Τέξας. Γιατί, πρέπει να το πούμε εξ’ αρχής, οι μισές σελίδες του βιβλίου είναι ανάσυρση παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων και συγκρίσεις μεταξύ ένθεν και κακείθεν. Έτσι, εκεί που περιμένουμε μια εικόνα του Ειρηνικού Ωκεανού δεχόμαστε τη νοσταλγία του συγγραφέα για την ασύγκριτη θάλασσα του Αιγαίου.

      Αυτή η στάση που θυμίζει το περίφημο «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι φορεμένο» δεν διακρίνει βεβαίως ειδικά τον έτσι κι αλλιώς κοσμοπολίτη Βασιλικό αλλά μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων, όχι αναγκαστικά συγγραφέων, που νοσταλγούν ρεμπέτικα ακόμη κι αν βρίσκονται δυο βήματα από το κλαμπ όπου τραγουδούσε η Έλλα Φιτζέραλντ. Και ναι μεν το ταξίδι σου προσφέρει τη δυνατότητα –το έχω γράψει κι εγώ κατ’ επανάληψη- να ρίξεις μια ανανεωμένη ματιά στον τόπο σου, να τον επανερμηνεύσεις, να τον συγκρίνεις κοκ., υπό τον όρο όμως ότι θα έχεις επαρκώς βασανισθεί για να αναγνώσεις τον άλλο τόπο, την άγνωστη ανθρωποπανίδα, τον ετερόχθονο πολιτισμό. Η αρχετυπική εικόνα του Καστοριανού γουνέμπορου που κλαίει πασχαλιάτικα στο Χίλτον της Ρώμης σιγοπίνοντας το ουίσκι του και εντέλει τηλεφωνεί σπίτι για ν’ ακούσει τα εορτάσιμα κλαρίνα, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εθνική ιδιομορφία της άκρατης νοσταλγίας για μια πραγματικότητα που ενδεχομένως απεχθανόμαστε όταν βρισκόμαστε στα πάτρια εδάφη. Ενδεικτικό του πόσο διακατέχεται ο Βασιλικός από τις καταβολές του είναι  ότι όταν επισκέπτεται το θρυλικό Άλαμο του Τέξας νοιώθει την ανάγκη να το παρομοιάσει με το Χάνι της Γραβιάς και τις Θερμοπύλες ενώ το κτίσμα - μουσείο  του φέρνει στο μυαλό μυκονιάτικη εκκλησία. Παρακάτω, ένα ψαράδικο χωριό του θυμίζει τη Ραφήνα, και η επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο εμφιάλωσης της Κόκα Κόλα του φέρνει στο νου το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο.
    Όμως το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού διατηρεί την αξία του  για πολλούς άλλους, μάλλον διαφορετικούς  λόγους. Προσωπικά θα του έδινα τον τίτλο «Στιγμιότυπα από ένα ταξίδι – Αμερική» ή τον σεμνότερο καζαντζακικό υπέρτιτλο «Ταξιδεύοντας…». Κι αυτό γιατί, με την εκπλήσσουσα  ικανότητά του να συλλαμβάνει το φευγαλέο, ο συγγραφέας προσφέρει διαυγείς εικόνες της Αμερικής, πλην όμως τυχαία κατεσπαρμένες στον γεωγραφικό χώρο. Το βιβλίο ξεκινά λ.χ. από το Γκάλφπορτ του Τέξας, στα νότια της χώρας, στον Κόλπο του Μεξικού, όταν ήδη ο συγγραφέας έχει διασχίσει με το λεωφορείο όλη σχεδόν την υποήπειρο από Βορρά προς Νότο, χωρίς εντούτοις να μας δώσει το παραμικρό ιστορικό ή τοπιογραφικό στοιχείο. Η γεωγραφική αυτή αυθαιρεσία  θα έχει ασφαλώς την αιτιολόγησή της μεταξύ άλλων σε πρακτικούς λόγους –την κούραση, την υπερπληθώρα εικόνων, την εποικοδομητική τεμπελιά που οφείλει να ζει ενίοτε  ο ταξιδιώτης-, όμως στερεί τον αναγνώστη από πολύτιμες πληροφορίες και από την απαραίτητη «χωρική αντικειμενικότητα». Μετά από την επίσκεψη στο Άλαμο, διασχίζουμε την Αριζόνα και το Νιου Μέξικο για να βρεθούμε στην Καλιφόρνια όπου ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στην περιγραφή ενός νεκροταφείου και ενός επενδυτικού προγράμματος αγοράς τάφων. Κατά την επιστροφή στην Ανατολική Ακτή δεν μαθαίνουμε πολλά  για την αμερικανική ενδοχώρα, τις Μεγάλες Πεδιάδες,  τον εποικισμό της Δύσης,  την μυθολογία των πιονέρων ή ακόμη και για την ίδια την λογοτεχνία όταν λ.χ. διασχίζουμε τον Μισσισσίπι, (πράγμα που θα έδινε την αφορμή στο συγγραφέα για μια εκτεταμένη αναφορά στον Μαρκ Τουαίν και τον Χωκ Φινν) ή όταν φτάνουμε στο Σικάγο – το μυθιστορηματικό πλαίσιο του ήδη διάσημου Σωλ Μπέλλοου.
      Η επιλογή  στιγμών και σημειακών περιγραφών δικαιολογεί επομένως την συνειρμική καταγραφή εντυπώσεων αλλά υπογραμμίζει την έννοια του τυχαίου. Το ίδιο αφορά τους ήρωες που εμπλέκονται στην αφήγηση. Οι περισσότεροι είναι ελληνικής καταγωγής μετανάστες, αφομοιωμένοι ως επί το πλείστον από το αμερικανικό σύστημα όπως άλλωστε και όλοι οι λαοί που συγκρότησαν το αμερικανικό έθνος. Μοιάζει εντέλει σαν ο συγγραφέας να επιλέγει τους τόπους όπου του προσφέρθηκε φιλοξενία, πιθανώς λόγω μειωμένου μπάτζετ ή γλωσσικών περιορισμών. Εύλογο. Γι’ αυτούς όμως τους λόγους θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για «Στιγμιότυπα» και όχι για μια συνολική αποτίμηση της αμερικανικής μυθολογίας.
    Το πληθωρικό ταλέντο του Βασιλικού μας δίνει συχνά εξαίρετες περιγραφές  και εύστοχες στοχαστικές απογειώσεις, που όμως όφειλαν να έχουν μεγαλύτερο βάρος στην οικονομία του βιβλίου. Του αρέσει να διαλέγεται με τον εξωτισμό του τοπίου, με ζητήματα τεχνολογίας και αυτοματισμού ή με το ιδεατό της κατασκευής του αμερικανικού ονείρου, και το κάνει καλά, αν και όχι σε επαρκές δείγμα εμπειρικού υλικού.
    Γι’ αυτό ίσως η αμφισβήτηση του αμερικανικού ονείρου παραμένει ανεπαρκής. Πρώτα απ’ όλα, το κλισέ αυτό αποφεύγει να περιγράψει τι ακριβώς υπήρξε ιστορικά το περίφημο αμερικανικό όνειρο, έννοια που έχει επιδεχθεί περισσότερες κριτικές παρά απόπειρες σκιαγράφησης, ειδικά μετά το περίφημο ομότιτλο βιβλίο του Νόρμαν Μέηλερ. Σε κάθε περίπτωση ο τεχνολογικός και πολιτισμικός θρίαμβος της Αμερικής, το γεγονός ότι οι πάντες επιχειρούν να την μιμηθούν έστω και ανομολόγητα, το ιστορικό γεγονός της Αμερικανικής Επανάστασης και της θεμελίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έπρεπε να προηγούνται της κριτικής για τις μετέπειτα εγκαθιδρυθείσες κοινωνικές ανισότητες ή για τα ζητήματα δημοκρατικών ελευθεριών. Ο Βασιλικός καταλογίζει ακόμη στην Αμερική την έλλειψη ιστορικού βάθους και το ότι δεν έζησε πολέμους στο έδαφός της (κάνοντας μάλιστα μια σύγκριση με την ωρίμανση της μητέρας του μέσω των ταλαιπωριών της). Καταλογίζει απλοϊκότητα στη σκέψη και έλλειψη πολιτισμικού βάθους. Με λίγα λόγια, προηγείται χρονικά πολλών στερεοτύπων που επικράτησαν έκτοτε και κατέστησαν την Ελλάδα την δεύτερη παγκοσμίως αντιαμερικανική χώρα μετά το Ιράν.
     Από αυτή την άποψη το βιβλίο είναι και σήμερα πολύτιμο. Ρώτησα πρόσφατα τον κριτικό, συνιδρυτή της Επιθεώρησης Τέχνης Δημήτρη Ραυτόπουλο πού θα  τοποθετούσε χρονικά την θεμελίωση των αντιαμερικανικών αισθημάτων στην Ελλάδα και δίστασε να μου απαντήσει. Το βέβαιο είναι ότι, διαβάζοντας τον Βασιλικό επιβεβαιώνουμε αυτό που ήδη ξέραμε - ότι ήταν ήδη καλά θεμελιωμένα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πιθανότατα ως ένας ανάστροφος ιδεολογικός θρίαμβος της Αριστεράς μετά την ήττα στον Εμφύλιο. Από κει και πέρα ο αντιαμερικανισμός θα δημιουργούσε άφθονες πανεπιστημιακές, δημοσιογραφικές και πολιτικές καριέρες. Μπορεί οι Κνίτες να σπούδαζαν στο Κεντάκι και οι του Εσωτερικού στο Χάρβαρντ, μπορεί το βράδυ να τρεφόμασταν με Κόππολα και Κιούμπρικ, μπορεί να θαυμάζαμε τα μπαλέτα του Άλβιν Έιλυ στο Ηρώδειο ή τον Θάνατο του Εμποράκου στο Θέατρο Τέχνης, όμως η παραδοσιακή πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, οι εκ του συστάδην μάχες με τους μπάτσους και το κάψιμο της αμερικανικής σημαίας θα έδιναν τον τόνο τους με πληκτική επαναληπτικότητα σ’ όλη την μεταπολίτευση.
     Μέχρι που το κατά Σαρτζετάκη ανάδελφο έθνος ξέχασε Τούρκους, Εβραίους και Αμερικάνους και έβγαλε από τη ναφθαλίνη τη Βέρμαχτ. Όμως αυτό είναι άλλο –αν και εξαιρετικά επίκαιρο-  θέμα. Το γεγονός ότι ο Βασιλικός, πριν από μισό και βάλε αιώνα καταφέρνει και εγείρει παρόμοιες σκέψεις δεν οφείλεται μόνο στην εξαιρετικά ζωντανή, με ποιητικές εξάρσεις γραφή του, αλλά και στην έμφυτη ανησυχία του, στο μπόλιασμα της παιδείας του με ποικίλα διαβάσματα που αποκαλύπτονται ενσωματωμένα στο κείμενο, στην αγωνία του για τη θέση της χώρας σε ένα μεταπολεμικό σκηνικό που μεταλλάσσεται ραγδαία, στην διερώτησή του για μια εικόνα του μέλλοντός μας που η Αμερική προσφέρει ανάγλυφη όπως είχε επισημάνει με τον τρόπο του ο Γιώργος Θεοτοκάς λίγα χρόνια νωρίτερα.
      Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι η προσθήκη δύο διηγημάτων του συγγραφέα με συναφές θέμα στην παρούσα έκδοση, δυναμώνει το αποτέλεσμα. Όπως άλλωστε και ο διαυγής επίλογος του επιμελητή της έκδοσης Θανάση Αγάθου, ο οποίος μάλιστα μας εφοδιάζει με αρκετά από τα γραφέντα τον καιρό εκείνο για το βιβλίο. Για παράδειγμα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε σημειώσει ότι πρόκειται για «το πιο αντιταξιδιωτικό, ταξιδιωτικό  βιβλίο που έχω διαβάσει – σπαρταρά από τις αγωνίες που καταγράφει» και παρακάτω: «Ο συγγραφέας δεν κατάφερε να είναι ο ταξιδιώτης του εαυτού του, δεν ελέγχει ούτε μια στιγμή την πορεία του, αδυνατεί να είναι ο ήσυχος παρατηρητής». Από τη σκοπιά του ο Πέτρος Χάρης γράφει ότι στις σελίδες του βιβλίου «δεν βρήκε την Αμερική αλλά τον νέο πεζογράφο, τον αναμφισβήτητα προικισμένο, που προβάλλει τον εαυτό του μέσα απ’ ότι σχολιάζει, που παραμερίζει ό,τι είναι συνηθισμένο…..ένα γνήσιο και ιδιότυπο πεζογράφο που ούτε μια στιγμή δεν μας κουράζει». Στον αντίποδα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς αναφέρεται απαξιωτικά στο βιβλίο αποκαλώντας το «μονόλογο» και γράφει χαρακτηριστικά ότι «η εκ των προτέρων διάθεση του συγγραφέα υπαγορεύει το τι και το πώς θα δει ο ταξιδιώτης» και …«το ταξίδι στην Αμερική έχει γίνει προτού ακόμη σφραγισθεί το διαβατήριο».
    Άδικο αναμφίβολα, γιατί ο Βασιλικός, με «γενναιόδωρα αποθέματα ουμανισμού, αντικομφορμισμού και κριτικής διάθεσης», όπως σημειώνει ο Θ. Αγάθος, καταφέρνει να αποκαλύψει εικόνες πράγματα σ’ αυτό το νεανικό του ταξίδι, έστω κι αν οι ερμηνείες είναι  προκατασκευασμένες πριν ακόμη σφραγισθεί το διαβατήριο, εν είδει πιστοποιητικού «αριστεροφροσύνης». Αλλά αυτό είναι ένα πολύ ευρύτερο ζήτημα.  


 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου