Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ευρέσεις χαμένων οικοπέδων

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ



 Δημοσθένης Κούρτοβικ, Λαχανόρυζο του σταυρού - Διηγήματα,
 σελίδες 143, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012


    Φαντασία και μνήμη, μυθοπλασία και στοχαστικές δοκιμιακές παρεκβάσεις συμπλέκονται επιτυχώς για να παράγουν τάξη μέσα από το χάος. Τα περισσότερα από τα δεκαπέντε διηγήματα αυτής της συλλογής του Δημοσθένη Κούρτοβικ είναι δημοσιευμένα κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Επιχειρώντας πάντως μια ελαφρώς αυθαίρετη κατάταξη θα έλεγα ότι κάποια ανήκουν στο υποείδος του φανταστικού (ή  τρόμου), κάποια άλλα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ταξιδιωτικά και υπάρχει και η κατηγορία του “οικολογικού αφηγήματος” στην οποία ανήκει το πιθανότατα πρώτο του είδους, το Φυσαλία η καλιαύχην που δημοσιεύθηκε το 1995. Υπάρχουν όμως και ορισμένα ακατάτακτα διηγήματα όπως το τραγικά χιουμοριστικό Ο Κρέκας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ δύο τουλάχιστον ασχολούνται με το κεντρικό στην προβληματική του Κούρτοβικ ζήτημα της διαφορετικότητας – διαπολιτισμικότητας, μέσω μιας συγκαλυμμένης δοκιμιακής  φόρμας.
    Παρά ταύτα η πιο πάνω κατάταξη είναι –το επαναλαμβάνω- εν πολλοίς αυθαίρετη. Οι κεντρικοί θεματικοί άξονες αλληλοτέμνονται και διεισδύουν ο ένας στον άλλο. Ο αναγνώστης παρασύρεται από τον αφηγητή σε ένα ταξίδι αποπλάνησης όπου το ένα είδος γραφής φοράει τη μάσκα κάποιου άλλου, σε σημείο που  αναρωτιέσαι αν τα επιμέρους αφηγήματα συνιστούν ενότητα, αν δηλαδή είναι ικανά να στεγασθούν στον ίδιο τόμο. Σύντομα  όμως εξαναγκάζεσαι στην ομολογία ότι η υπηρέτηση ποικίλων υποειδών μόνο καλό μπορεί να κάνει σ’ ένα συγγραφέα με την ιδεολογική συνέπεια του Κούρτοβικ, προσφέροντας πρωτογενή αναγνωστική απόλαυση.
    Βέβαια  οι πιο πάνω παρατηρήσεις μικρή σημασία έχουν για τον αναγνώστη. Μια καθαρή και ήρεμη γραφή κρύβει εντέχνως υποδόρια στοχαστικά υποσύνολα ( με την μαθηματική αλλά όχι μόνο έννοια), έτσι ώστε η γλώσσα να υπηρετεί απροσχημάτιστα την αφηγηματική γραμμή. Η ανάγνωση εκτυλίσσεται ανεμπόδιστα, ο συγγραφέας εκτίθεται σε κάθε στροφή του αναγνωστικού δρόμου, και ο κόσμος μετατρέπεται σε ένα ανοιχτό πλην εύτακτο πεδίο που χρήζει διερεύνησης. Αν στο τελευταίο αφήγημα της συλλογής ο Κούρτοβικ ανακαλύπτει στην περιήγηση του στην Αίγινα ότι υπάρχουν και χαμένα οικόπεδα, ικανά πάντως να ανιχνευθούν, ήδη από την αρχή, η μέδουσα Φυσαλία μας έχει αποκαλύψει ότι ο κόσμος παραείναι μεγάλος για να γίνει περιγράψιμος, πολλώ μάλλον κατανοητός. Ότι επιπλέον είναι ραγδαία μεταβαλλόμενος. Ότι επομένως η λογοτεχνία καλείται να ανασυστήσει μια πραγματικότητα απέναντι στην οποία η επιστήμη –διακριτή εμμονή του Κούρτοβικ τόσο στο μυθοπλαστικό όσο και στο δοκιμιακό του έργο- σηκώνει ανήμπορη τα χέρια.
     Γιατί η Φυσαλία η καλιαύχην είναι –μπορώ, νομίζω να το μαρτυρήσω- ένα φανταστικό υποείδος μέδουσας. Όμως το γεγονός αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πραγματική από τα υπαρκτά και ταξινομημένα αδέλφια της. Κι αυτό διότι πράγματι είναι δυνατόν να υπάρξει ένα παρόμοιο φονικό είδος τόσο ως προϊόν φυσικής επιλογής όσο και ως αποτέλεσμα εργαστηριακών πειραματισμών. Και είναι δυνατόν ένα τέτοιο υποείδος φονιάς να μεταναστεύσει στα χρόνια της μεταξύ άλλων οικολογικής παγκοσμιοποίησης στα ελληνικά ακρογιάλια, να αναστατώσει την  ζωή των ντόπιων, να καταστρέψει τον  τουρισμό, να συγκαλυφθεί από τις αρχές, να συσχετισθεί με παρόμοια περιστατικά εισαγωγής ξενικών ειδών σε άλλα σημεία του πλανήτη, και  να γεννήσει ποικίλες μετααφηγήσεις καμία από τις οποίες δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο πραγματική από την πραγματικότητα. Ο Κούρτοβικ μας υποβάλλει ένα γερά τεκμηριωμένο και μυθοπλαστικά καλοδουλεμένο επιστημονικό ψέμα για να υπηρετήσει αφηγηματικά την αξία της ζωής αλλά και να σαρκάσει εκ των έσω τον ορθό λόγο. Η φύση εκδικείται κατά την γνωστή πολυχρησιμοποιημένη ρήση και η ισορροπία επανέρχεται με τα πολλά μόνο όταν εξαλειφθεί η ανθρώπινη παρέμβαση. Αλλά τα επιστημολογικά συμφραζόμενα παραμένουν ανοιχτά.
     Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται και το πολύ μεταγενέστερο Σημάδια από δαχτυλίδια που είχε,  πρωτοδημοσιευθεί μόλις προ τριετίας στον συλλογικό τόμο Οικοεγκλήματα (ΚΕΔΡΟΣ). Εδώ βρισκόμαστε στα βαθιά νερά της σύγχρονης βαλκανικής πραγματικότητας, προβεβλημένης σ’ ένα εγγύς μέλλον όπου η χώρα μας έχει λίγο πολύ καταστραφεί από κλιματικά και όχι μόνο αίτια, οι πόλεις έχουν γίνει αβίωτες, ακτές, υδατικοί πόροι, γεωργική γη  και δάση έχουν υποβαθμισθεί χωρίς ορατή προοπτική ανάταξης, και η πείνα ζει και βασιλεύει.. Σ’ αυτό το όλο και πιο πιθανό –αν και με διαφορετικές συντεταγμένες- τώρα πια μέλλον, έχουμε γίνει εξαγωγείς εργατικού δυναμικού και δουλεύουμε ως λαντζέρηδες και εν γένει χειρώνακτες στις γειτονικές μας  προς Βορρά χώρες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται από την ανάποδη: ο Αλβανός συνοριακός φρουρός ελέγχει τον έλληνα μέτοικο, σιχαίνεται τη βρωμιά του και εντέλει του δίνει καταφύγιο αναλογιζόμενος τι είχε τραβήξει ο πατέρας του σε άλλες εποχές, στην άλλη πλευρά των συνόρων.
     Τα σύνορα αποτελούν ούτως ή άλλως κεντρική έννοια σ’ αυτή τη συλλογή και προσωπικά θα προτιμούσα να της είχαν δώσει  και τον τίτλο της  μιας και υπάρχει αφήγημα τιτλοφορούμενο πολύ απλά Σύνορα. Εδώ, όπως και αλλού, ο συγγραφέας στοχάζεται δοκιμιακώ τω τρόπω πάνω στην έννοια του θεσμοθετημένου ορίου γράφοντας χαρακτηριστικά: «Τα σύνορα ....όπως κάθε μεταίχμιο μας κάνουν να δούμε ξαφνικά, για μια φευγαλέα στιγμή ολόκληρη την εικόνα αυτού που αφήνουμε πίσω μας και αυτού που βρίσκεται μπροστά μας....Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτή η αλλαγή έχει κάτι τι τεχνητό νοιώθουμε μέσα μας μια ρήξη ανάμεσα στο πριν και το μετά. Τα σύνορα είναι  σαν την επέτειο ενός σημαντικού δεσμού: ακόμη και ύστερα από πολλά χρόνια, αισθανόμαστε πως ό,τι ακολούθησε είναι εντελώς διαφορετικό απ΄ ό,τι προηγήθηκε».
      Με αυτή την υπόθεση εργασίας ο Κούρτοβικ μας ξεναγεί στην δική του Ευρώπη, την τόσο διαφορετική από τα καθ’ ημάς στην δεκαετία του ’70 και του ΄80, μια Ευρώπη που έμοιαζε με εφηβική ονείρωξη όταν, ας πούμε, στα χρόνια της χούντας διασχίζαμε με το τρένο τις δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας για να βρεθούμε κάποτε στα παραμυθένια λιβάδια των Αυστριακών Άλπεων ή στο σταθμό του Μονάχου όπου αίφνης ακόμη και οι πολυτελείς αμαξοστοιχίες κάνουν ένα ταλαίπωρο μετανάστη να αναφωνήσει «Άλα ρε Ευρώπηδες». Πολύ νερό έχει έκτοτε κυλήσει στ’ αυλάκι και από μια άποψη ένας λόγος που πρέπει να διαβάσει κανείς αυτή τη συλλογή είναι για να αναμετρηθεί σ’ αυτή την  ιστορική φάση του εθελούσιου αυτοχειριασμού μας τι είδους εθνικά ρίσκα αναλαμβάνουν οι ποικίλοι Ελληνάρες και τζάμπα μάγκες του πολιτικού μας σκηνικού. Ουδόλως βεβαίως είναι ρητά διατυπωμένο κάτι τέτοιο στο βιβλίο, αλλά η ήρεμη στοχαστικότητα με την οποία ο συγγραφέας μας παίρνει από το χέρι για να μας καθοδηγήσει σε αθέατες μεριές της Ευρωπαϊκής ηπείρου μοιραία εγκαλούν σε παρόμοιες σκέψεις. Το διήγημα λ. χ. Το στεγνωμένο δάκρυ είναι μια συμπυκνωμένη ανθρωπογεωγραφία  της Δανίας και το Οι ξυλοκόποι ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που απεικονίζει την σχέση των Φινλανδών με τη φύση.
      Φυσικά, «για να γνωρίσεις το διαφορετικό, πρέπει να ξέρεις το όμοιο», όπως λέγεται στο διήγημα Απ΄έξω. Είναι γι αυτό που οι αναστοχαστικές ματιές του Κούρτοβικ στην ελληνική πραγματικότητα αποκτούν ιδιαίτερη αξία όταν λ.χ. ανασυστήνει την πραγματικότητα των Δεκεμβριανών σε μια λαϊκή συνοικία σαν τα Σεπόλια ή περιηγείται στο δύσβατο τοπίο των αναμνήσεων αντλώντας από μια Αίγινα που δεν υπάρχει πια, μιας και έχει μεταβληθεί σε μια περίληψη της νεοελληνικής πραγματικότητας ή ακόμη όταν οσμίζεται την Ελλάδα στις συστάδες των ευκαλύπτων που φύονται στα σύνορα. Γιατί, ως γνωστόν, ο ευκάλυπτος είναι ετερόχθονο πλην οπορτουνιστικό είδος.
     Ας είναι. Ίσως το απολαυστικότερο αφήγημα της συλλογής με όρους καθαρά λογοτεχνικούς είναι το Ο Κρέκας στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου ο ήρωας, ελπίδα του έθνους για μια αναβίωση του Φειδιππίδη και του Σπύρου Λούη, ζει μια κωμικοτραγική αποτυχία σε αλλεπάλληλες Ολυμπιάδες με αποκορύφωμα την εισβολή των σύγχρονων γεωπολιτικών δεδομένων του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά ας μην μαρτυρήσω το εύρημα για να μην περιορίσω την αναγνωστική απόλαυση. Έτσι κι αλλιώς, το έξω και το μέσα , το αλλογενές και το αυτόχθονο, το διαφορετικό ως κατάκτηση και το διαφορετικό ως μόδα είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του Κούρτοβικ – δοκιμιακό, μυθοπλαστικά ή κριτικό. Ειδικά μετά από το μυθιστόρημά του Τι ζητούν οι Βάρβαροι (2008) που επανεκδόθηκε πρόσφατα επίσης από την Εστία, φυσικό είναι η δοκιμασία του στη μικρή φόρμα να μας οδηγεί προς αυτές τις ατραπούς. Όπως λέει χαρακτηριστικά ένας βαλκάνιος ήρωάς του, «ακόμη και οι νεοέλληνες κατάγονται από τους Αρχαίους Έλληνες». Ακόμη και. Για σκεφθείτε το.
                


 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου