Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Η κόπωση της ύπαρξης ή Όταν οι λέξεις δεν κολλούν στα πράγματα




γράφει ο  Μιχάλης Μοδινός*


Πέτερ Χάντκε, Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι
μτφ. -εισαγωγή Αλέξανδρος Ίσαρης, σελ. 177,  GutenbergALDINA 2017


-Ο Πέτερ Χάντκε έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τη νουβέλα αυτή που έφτασε να εκφράζει την εξέγερση μιας αποξενωμένης  νεολαίας κατά της αποξένωσης από τον κόσμο-

Ο Γιόζεφ Μπλοχ, παλαίμαχος πετυχημένος ποδοσφαιριστής και νυν ειδικευμένος εργάτης, απολύεται ένα ωραίο πρωί από τη δουλειά του. Ο Μπλοχ είναι χωρισμένος, έχει μάλιστα και  παιδί, για το οποίο δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα πέραν του ότι η τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του δεν δίνει κάποια ανταμοιβή. Αν και το παρελθόν του θα παραμείνει ως το τέλος αδιαφανές, τον παρακολουθούμε καταλεπτώς σε σύντομα «κινηματογραφικά» πλάνα μονταρισμένα εξαιρετικά επιδέξια από τον Χάντκε (δεν είναι άλλωστε τυχαία η συνεργασία του στο σινεμά με τον Βιμ Βέντερς και άλλους  δημιουργούς). Ο ήρωας περιφέρεται  για μέρες άσκοπα στη Βιέννη προσπαθώντας να επικοινωνήσει με γνωστούς και φίλους, κάτι που δεν καταφέρνει. Μπαίνει στο σινεμά όπου όλα αίφνης είναι καλύτερα (όπως η τέχνη είναι καλύτερη απ’ την πραγματική ζωή). Αγοράζει σταφύλια από την υπαίθρια αγορά, πίνει σε μπυραρίες, κοιμάται σε ξενοδοχείο, κλείνει ραντεβού με μια παλιά του φίλη αλλά την παρατάει στα κρύα του λουτρού, τρώει ένα λουκάνικο στα όρθια, πιάνει κουβέντα με  γυναίκες (πωλήτριες, σερβιτόρες, καμαριέρες) όπου τις συναντήσει, με μια διαδικαστική αδιαφορία για τη συνέχεια. Δρα ερωτικά με παρελθοντικούς αυτοματισμούς, χωρίς στόχευση αλλά και δίχως την προοπτική ικανοποίησης. Παρακολουθεί έναν ανούσιο ποδοσφαιρικό αγώνα με κάποιο παλιό γνωστό του διαιτητή. Ακόμη και η άλλοτε επαγγελματική του δραστηριότητα φαντάζει σαν αστείο, πολλώ μάλλον που κανείς στις κερκίδες δεν μοιάζει να αναγνωρίζει στο πρόσωπό του την παλιά διασημότητα. Η περιπτερού δεν τον χαιρετά, ένας αστυφύλακας κάτι του λέει από το απέναντι πεζοδρόμιο αλλά δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς. Με λίγα λόγια, οι δεσμοί του με τις κοινωνικές σταθερές (οικογένεια, επάγγελμα, φίλοι) διαρρηγνύονται σταδιακά. Η αποξένωση ολοκληρώνεται μέσα στον δαιδαλώδη  αστικό κάνναβο.
    Φαινομενικά ο Μπλοχ δεν το βάζει κάτω. Πάει κι έρχεται στην πόλη οπλισμένος με ένα είδος υπερδραστήριας συνείδησης, αν και χωρίς σχέδιο. Καταγράφει εμμονικά την γύρω του πραγματικότητα για να δώσει μια εξήγηση στο πώς έφτασε ως εδώ. Τα πάντα γύρω του, από τα αντικείμενα μέχρι τις συμπεριφορές των ανθρώπων,  αρχίζουν να του προκαλούν όχληση. Δοκιμάζει να περιγράψει το κάθε τι, αλλά το μόνο που καταφέρνουν οι λέξεις είναι να καταδείξουν, στα όρια της παρεξήγησης, την πραγματικότητα γύρω του. Το παλεύει ωστόσο. Αποκτά εμμονές με την ταμία του κινηματογράφου όπου συχνάζει, κι ένα βράδυ την ακολουθεί ως το σπίτι της στα περίχωρα της Βιέννης. Χωρίς να ανταλλάξουν μία λέξη θα κάνουν έρωτα.  Όταν το επόμενο πρωί εκείνη θα επιχειρήσει να του συστηθεί, οι ήχοι θα μετατραπούν στ’ αυτιά του σε θορύβους. Η κοπέλα φλυαρεί και, το χειρότερο απ’ όλα, «οικειποποιείται» τις ιστορίες του, αναφερόμενη σαν ηχώ στους γνωστούς του ωσάν να είναι δικοί της γνωστοί.  Η γλώσσα αποδεικνύεται ανεπαρκής ως μέσον επικοινωνίας, μας λέει ο Χάντκε,  απηχώντας τα ρεύματα της εποχής, - μεταξύ άλλων το θέατρο του Μπέκετ και του Πίντερ. Καθώς δε οι ήχοι του κόσμου μετατρέπονται σε θορύβους, καθώς οι ψηφίδες της πραγματικότητας δεν συγκολλούνται ώστε να παραχθεί νόημα, καθώς ακόμη το κάθε τι στην ταμία παράγει δυσφορία στο κορεσμένο  αρσενικό, ο Μπλοχ θα την πνίξει με τα ίδια αυτά χέρια που τον έκαναν στο παρελθόν επιτυχημένο τερματοφύλακα. Η υπό την ψυχρή γραφίδα του Χάντκε φαινομενικά αναιτιολόγητη αυτή πράξη θυμίζει έντονα τον φόνο του Άραβα από τον Μερσώ στον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ.
    Έπειτα ο Μπλοχ θα αποδράσει προς τα νότια της χώρας, σε μια παραμεθόρια κωμόπολη όπου μια παλιά του ερωμένη έχει ανοίξει ταβέρνα. Η φυγή του θα προσκρούσει στα φυσικά και ανθρωπογενή όρια των συνόρων. Ο διαταραγμένος ψυχισμός του τον ωθεί σε  διαρκείς συγκρούσεις με τον περίγυρό του: εμπλέκεται σε καυγάδες,  διαφωνεί με τα πάντα και τους πάντες, εντέλει συγκρούεται με τον ίδιο αυτό κόσμο τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει, προσπαθώντας να τον αναπαράγει μέσω της ατέρμονης επανάληψης λέξεων που χρησιμοποιούνται ως δείκτες των γύρω του πραγμάτων. Εδώ το λογοτεχνικό παιγνίδι αγγίζει τα μυθοπλαστικά του όρια: ο  ήρωας επιχειρεί να προσδώσει έναν ακραίο ορθολογισμό στο περιβάλλον του, αιτιολογώντας, κατατάσσοντας, περιγράφοντας, εντέλει αφηγούμενος όσα του συμβαίνουν. Και πράγματι του συμβαίνουν πολλά, αλλά και τίποτα. Η αποκατάσταση της παλιάς του σχέσης με την ταβερνιάρισσα δεν θα συμβεί, ένα χαμένο από τον οικισμό παιδί θα βρεθεί πνιγμένο αν και το πώς δεν διευκρινίζεται, η διάβαση των συνόρων με την κατά το ήμισυ πατρίδα του Χάντκε Σλοβενία (στην τότε Γιουγκοσλαβία) δεν είναι δυνατή, η ύπαιθρος όπου καταφεύγει είναι μεν όμορφη αλλά χωρίς προφανείς απαντήσεις στην σχιζοφρενική του κατάσταση. Ο Μπλοχ θα επισκεφθεί τον τοπικό Πύργο σε μια προφανή παραπομπή στον Κάφκα (τον οποίο, σημειωτέον,  ο Χάντκε θεωρεί ακρογωνιαίο λίθο της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα), αλλά η εκεί παράξενη ξενάγηση δεν θα αποκαταστήσει την εσωτερική του ισορροπία, το αντίθετο μάλιστα, καθώς κάπου στον κήπο η ταβερνιάρισσα ερωτοτροπεί με τον γιο του γαιοκτήμονα μαζεύοντας μήλα από τον οπωρώνα, σε μια ειρωνική παραφθορά της προ πολλού χαμένης Εδέμ.
     Οι διωκτικές αρχές στο μεταξύ βρίσκονται στο κατόπι του, αν και παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συλληφθεί για τον φόνο που διέπραξε. Σε μια οξεία ενσυναίσθηση του κόσμου γύρω του, δίνει μια μικρή διάλεξη σε έναν παρακαθήμενο περί της συμπεριφοράς των τερματοφυλάκων όταν πρόκειται  να υποστούν την εσχάτη των ποινών (το πέναλτι): το αδιέξοδο δηλαδή της προσποίησης, καθώς ο αντίπαλος κυνηγός /εκτελεστής μπορεί να κάνει την ίδια σκέψη με εσένα και αν εσύ μαντέψεις ότι την κάνει εκείνος μπορεί να αλλάξει γωνία, κοκ. Στο αδιέξοδο αυτό δίνει απάντηση η πραγματική ζωή ενώπιον των θεατών. Ο ερασιτέχνης τερματοφύλακας μένει ακίνητος και η μπάλα πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα χέρια του. Θα γίνει ίσως ο πρόσκαιρος ήρωας του χωριού αλλά το ζήτημα παραμένει: κάποια στιγμή στο μέλλον ο εκτελεστής μπορεί να τροποποιήσει τις προθέσεις του. Η καταστατική αβεβαιότητα της ύπαρξης παραμένει παρούσα, όπως ακριβώς και η τύχη του Μπλοχ.
    Κάπως έτσι  θα κλείσει η αφήγηση, - με μια υποδήλωση των ορίων του ορθολογισμού αλλά και της  εύθραυστης ισορροπίας των ανθρώπινων πραγμάτων. Η κόπωση των δομικών υλικών της ύπαρξης έχει κυριαρχήσει. Μέσω μιας φαινομενολογίας της ψυχολογικής διαταραχής του ήρωα, μέσω των εμμονών, των νευρώσεων, του διπολισμού, αλλά  και του κοινωνικού υποστρώματος πίσω από όλα αυτά, ο Χάντκε έχει βυθιστεί στο εσωτερικό υλικό των αδυναμιών της γλώσσας να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Μέσω ακόμη της ενσυναίσθησής του για τα κοινωνικά πράγματα αποδεικνύει ότι η μυθοπλασία είναι ικανή να αποδώσει τα ψυχικά φαινόμενα ακριβέστερα ίσως από ότι η κλασσική ψυχιατρική. Και το κάνει μέσω μιας φαινομενολογίας των συμπεριφορών που αποδεικνύει την υποψία του συμπατριώτη του Βιτγκενστάιν: ότι ενδέχεται η φιλοσοφία να μην θέτει κανένα πραγματικό πρόβλημα πέραν των «γλωσσικών κόμπων», τουτέστιν των πραγματικών αδυναμιών της γλώσσας να αναπαράγει τον κόσμο  γύρω μας. Η επίγνωση αυτού του διλήμματος, υπονοεί ο Χάντκε, ίσως κάνει τον κόσμο περισσότερο αποδεκτό. Ίσως καθ’ οδόν, λέω εγώ, μας δίνει και καλύτερη λογοτεχνία.
    Μετά λόγου γνώσεως η μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη. Εύστοχος τόσο ο πρόλογός του όσο και η αναδημοσίευση μιας παλιότερης συνέντευξης του Πέτερ Χάντκε από το περ. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (Δεκ. 1981). 
     
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου